πολύπειρος

πολύπειρος
η , ο [ος , ον ] обладающий большим опытом, многоопытный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πολύπειρος" в других словарях:

  • πολύπειρος — much experienced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύπειρος — η, ο / πολύπειρος, ον ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αποκτήσει πολλή πείρα, που έχει πολλές εμπειρίες («πολυταξιδεμένος και πολύπειρος») 2. αυτός που έχει βαθιά γνώση λόγω τής εμπειρίας του («πολύπειρος γιατρός») αρχ. συνετός, φρόνιμος, («δεῖ δὴ νυνί σε… …   Dictionary of Greek

  • πολύπειρος — η, ο αυτός που έχει πολλή πείρα, που ξέρει πολλά, πολύξερος, συνετός, φρόνιμος: Ο ομηρικός Οδυσσέας ήταν πολύπειρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυπειρότερον — πολύπειρος much experienced adverbial comp πολύπειρος much experienced masc acc comp sg πολύπειρος much experienced neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπειρότατον — πολύπειρος much experienced masc acc superl sg πολύπειρος much experienced neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπείρω — πολύπειρος much experienced masc/fem/neut nom/voc/acc dual πολύπειρος much experienced masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπείρως — πολύπειρος much experienced adverbial πολύπειρος much experienced masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύπειρον — πολύπειρος much experienced masc/fem acc sg πολύπειρος much experienced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπειροτάτους — πολύπειρος much experienced masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπειροτέρους — πολύπειρος much experienced masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπειρότατε — πολύπειρος much experienced masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»